- αζωήρευτος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν έχει ζωηρότητα: Το γλέντι ήταν αζωήρευτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αζωήρευτος — η, ο [ζωηρεύω] ο μη ζωηρός, συγκρατημένος, μαζεμένος … Dictionary of Greek
αζωντάνευτος — η, ο [ζωντανεύω] 1. αυτός που δεν μπορεί να επανέλθει στη ζωή 2. ο δίχως ζωηρότητα ή ενεργητικότητα, αζωήρευτος … Dictionary of Greek